Στην Ελλάδα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 / ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η τρίτη ενότητα εξερευνά και σας παρουσιάζει τη διαδρομή του είδους της όπερας στην Ελλάδα, από την άφιξή της στον ελλαδικό χώρο μέχρι το σήμερα. Ένα ταξίδι που ξεκινάει από το θέατρο Σαν Τζάκομο και φτάνει στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Στο παρακάτω βίντεο, ο Παναγής Παγουλάτος, Διευθυντής Καλλιτεχνικού Συντονισμού & Διανομών της ΕΛΣ, μάς εξηγεί τι σημαίνει μελόδραμα και συνοψίζει την ιστορία της όπερας στον ελλαδικό χώρο.
Ο Παναγής Παγουλάτος, Διευθυντής Καλλιτεχνικού Συντονισμού & Διανομών της ΕΛΣ, μιλάει για την όπερα στον ελλαδικό χώρο.
Τα κείμενα που ακολουθούν υπογράφει η Άρτεμις Ιγνατίδου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 / Η ΑΦΙΞΗ ΤΗΣ ΟΠΕΡΑΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Το Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας (1903), πηγή: Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, Η αρχιτεκτονική του νεοελληνικού θεάτρου.
Κι έφτασε επιτέλους η ώρα να μιλήσουμε για την όπερα στην Ελλάδα. Μέχρι τώρα περιηγηθήκαμε στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, συζητήσαμε για τον Mεσαίωνα, τους αυλικούς μουσικούς και το σκάκι κατά τη διάρκεια της παράστασης. Μέσα σε όλες αυτές τις ιστορίες της όπερας, φυλάξαμε μια ξεχωριστή ενότητα για να δούμε πώς και πότε η όπερα έγινε κομμάτι και της δικής μας μουσικής παράδοσης. Η πιο απλή απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι πως, καθώς τα Επτάνησα δέχονταν ισχυρή πολιτισμική επιρροή από τη γειτονική Ιταλία, οι Έλληνες που ζούσαν εκεί άκουγαν και έγραφαν όπερες ακόμη και πριν τα νησιά αυτά παραχωρηθούν στην Ελλάδα το 1864. Στην Κέρκυρα οι σταθερές παραστάσεις ιταλικής όπερας ξεκίνησαν το 1771 στο θέατρο Σαν Τζάκομο, ενώ το 1791 παρουσιάστηκε η όπερα Οι μπερδεμένοι εραστές ή Ο άσχημος τυχερός [Gli amanti confusi, ossia il brutto fortunato], από τον ελληνικής καταγωγής συνθέτη Στέφανο Πογιάγο.
Έχετε ακούσει όπερα από Έλληνα συνθέτη ή όπερα στα ελληνικά;
Η Τζέννυ Λιντ [Jenny Lind] στον ρόλο της Λουτσίας ντι Λαμμερμούρ του Γκαετάνο Ντονιτσέττι σε ζωγραφική απόδοση του Charles-Louis Baugniet (1849), έργο από τη συλλογή του Βρετανικού Μουσείου. Charles Baugniet, Public domain, via Wikimedia Commons.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα, από την οποία θα ξεκινήσουμε την ιστορία μας, τα πράγματα ήταν λίγο πιο περίπλοκα. Όπως θα γνωρίζετε από το μάθημα της Ιστορίας, το 1833 οι Μεγάλες Δυνάμεις παραχώρησαν τον θρόνο της Ελλάδας στον Βαυαρό πρίγκιπα Όθωνα. Τον επόμενο χρόνο η Αθήνα επιλέχθηκε ως πρωτεύουσα του κράτους, κι εκεί ξεκίνησαν τα προβλήματα για τον Όθωνα και την καινούρια του Αυλή. Γιατί ενώ η Ακρόπολη είναι πολύ όμορφη, η Αθήνα εκείνα τα χρόνια ήταν μια μικρή πόλη χωρίς καμία από τις ανέσεις που θα ήθελε ένας βασιλιάς και η βασίλισσά του σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Επειδή λοιπόν η βασίλισσα Αμαλία έπληττε τα απογεύματα στο σπίτι, καθώς δεν είχε ούτε ένα θέατρο να πάει, το βασιλικό ζεύγος διέταξε τη δημιουργία ενός θεάτρου, όπου θα μπορούσαν κι αυτοί να βλέπουν όπερα όπως οι υπόλοιποι βασιλιάδες της Ευρώπης. Έτσι, το 1840 άνοιξε τις πόρτες του το Θέατρο Αθηνών με την όπερα Λουτσία ντι Λαμμερμούρ [Lucia di Lammermoor] του Γκαετάνο Ντονιτσέττι [Gaetano Donizetti].
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 / ΘΕΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ
Παρόμοια με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατά τους προηγούμενους αιώνες, έτσι και στην Ελλάδα η όπερα έγινε σταθερό θέαμα στην Αθήνα λόγω της παρέμβασης και της στήριξης των Ανακτόρων.
Παράλληλα, οι οικονομικές δυσχέρειες της ελληνικής κυβέρνησης και η περιορισμένη οικονομική άνεση του θρόνου καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα κατέστησαν την όπερα ένα θέαμα που στηρίχθηκε οικονομικά εξαρχής από ιδιώτες επιχειρηματίες, τους τοπικούς αξιωματούχους και την αστική τάξη, μέσω της αγοράς μόνιμων θέσεων – θεωρείων.25Κ. Σαμπάνης 2014, Η όπερα στην Αθήνα κατά την οθωνική περίοδο (1833-1862) μέσα από τα δημοσιεύματα του τύπου και τους περιηγητές της εποχής, σ. 104-109.
Όσο για τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα, αν και η όπερα δεν ήταν το αγαπημένο είδος μουσικής της πλειοψηφίας των πολιτών, στην Αθήνα μελωδίες που παίζονταν στην όπερα γινόταν δημοφιλείς από τη στρατιωτική μπάντα που τις παιάνιζε τις Κυριακές σε δημόσιους χώρους.26Κ. Σαμπάνης 2014, σ. 133.
Τα εισιτήρια του θεάτρου καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα παρέμειναν πολύ ακριβά για τους πολίτες που δεν ανήκαν στις προνομιούχες κοινωνικές τάξεις, κι έτσι η πλειοψηφία των Αθηναίων συνέχισε να προτιμά υπαίθριες παραστάσεις με ακροβάτες ή Καραγκιόζη.27Α. Σκανδάλη 2001, Η πορεία της όπερας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα σε σχέση με τη συγκρότηση του αστικού χώρου, σ. 56-57.
Φιγούρες θεάτρου σκιών Καραγκιόζη της Μελίδου Κεφαλά Γλυκερίας από τη συλλογή του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας-Θράκης.
Όπως μπορείτε να φανταστείτε, οι διαφορετικές αυτές προτιμήσεις που έδειχναν τα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα έγιναν αιτία μεγάλων αντιμαχιών στην Αθήνα. Φανταστείτε να ζείτε σε μια πόλη όπου η πλειοψηφία προτιμά να βλέπει Καραγκιόζη και να ακούει παραδοσιακή μουσική, κι όμως η κυβέρνηση να επενδύει τα λίγα της χρήματα στην ιταλική όπερα. Και ποιος καταλάβαινε τα ιταλικά, έτσι κι αλλιώς; Οι μεν έλεγαν πως οι Έλληνες είναι λαός ανατολίτικος και χριστιανικός και άρα πρέπει να εκπαιδευτεί μουσικά μέσω της βυζαντινής μουσικής, οι δε έλεγαν πως πια οι Έλληνες γίνονταν λαός ευρωπαϊκός και άρα έπρεπε να αρχίσει να μαθαίνει και την ευρωπαϊκή μουσική. Άλλοι έλεγαν πως, όσο όμορφη και να είναι η όπερα, θα ήταν ίσως καλό να υπάρχει πρώτα ένα ελληνικό εθνικό θέατρο. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα ήταν ακόμη νέα χώρα, οι ελλείψεις ήταν πολλές, τα χρήματα λίγα και η άρχουσα κοινωνική τάξη της Αθήνας έθεσε ως προτεραιότητα την ιταλική όπερα. Κατά τη διάρκεια του αιώνα, σε άλλες πόλεις με ευημερούσα αστική ή εμπορική τάξη άρχισαν να ανοίγουν κι άλλα θέατρα που παρουσίαζαν όπερα. Το 1864 άνοιξε το εντυπωσιακό Θέατρο Απόλλων στην Ερμούπολη της Σύρου, το 1872 το Θέατρο Απόλλων στην Πάτρα και το 1895 το Θέατρο Πειραιά.
Η κεντρική σκηνή του Θεάτρου Απόλλων της Σύρου. Φωτογραφία από τον τελευταίο εξώστη κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ animasyros7 (2014). Fotismar, Public domain, via Wikimedia Commons.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 / ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ
Δημιουργήθηκε λοιπόν το 1840 το Θέατρο Αθηνών, το πρώτο θέατρο το οποίο έκανε την όπερα μόνιμο θέαμα στην Αθήνα, με κρατική χρηματοδότηση και σταθερές παραστάσεις μέσα στο έτος. Ως εκ τούτου, σταμάτησε να πλήττει η βασίλισσα, άρχισαν οι καβγάδες, άνοιξε όμως και μια καινούρια καλλιτεχνική αγορά.
Όπως είδαμε στην αρχή της ενότητας, τα Επτάνησα συμμετείχαν στην παράδοση της ιταλικής όπερας με μεγάλη επιτυχία ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, πολύ πριν έρθει η όπερα στην Αθήνα. Και τι συμβαίνει όταν σε μια γειτονική χώρα –τα Επτάνησα παρέμειναν υπό βρετανική διοίκηση μέχρι το 1864– που μιλά την ίδια γλώσσα ανοίγει μια όπερα; Φυσικά δημιουργούνται νέες επαγγελματικές ευκαιρίες και θέσεις εργασίας. Καθώς στην Ελλάδα ακόμη δεν υπήρχαν μουσικές σχολές και αρκετοί επαγγελματίες μουσικοί που να ειδικεύονται στα όργανα της ορχήστρας, τόσο οι τραγουδιστές της όπερας όσο και τα υπόλοιπα μέλη των θιάσων προέρχονταν από μεγάλα πρακτορεία καλλιτεχνών της Ιταλίας. Σταδιακά κάποιοι από αυτούς τους μουσικούς βρήκαν δουλειά στην Αθήνα, ενώ παράλληλα Επτανήσιοι μουσικοί και συνθέτες άρχισαν να δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στην Ελλάδα και να γράφουν όπερα στα ελληνικά. Το 1858 για παράδειγμα, ο Επτανήσιος συνθέτης Παύλος Καρρέρ συνέθεσε την όπερα Μάρκος Μπότσαρης σε ιταλικό λιμπρέτο που σύντομα μεταφράστηκε στα ελληνικά, και αργότερα τις όπερες Κυρά Φροσύνη και Δέσπω. Η πρώτη όπερα που γράφτηκε εξαρχής στα ελληνικά –και μάλιστα στη δημοτική γλώσσα– ήταν Ο υποψήφιος βουλευτής του Επτανήσιου συνθέτη Σπυρίδωνα Ξύνδα και η πρεμιέρα της στην Αθήνα το 1888 υπήρξε καταλύτης για την εξέλιξη της όπερας στην Ελλάδα. Και έξω από την ελληνική ή ελληνόφωνη αγορά, όμως, Επτανήσιοι συνθέτες σταδιοδρόμησαν επιτυχημένα στο ευρωπαϊκό οπερατικό στερέωμα. Οι όπερες του Σπύρου Σαμάρα Φλόρα μιράμπιλις και Η μάρτυς γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία και ο Ναπολέων Λαμπελέτ σταδιοδρόμησε για κάποια χρόνια στο Ουέστ Εντ του Λονδίνου.28Φ. Ανωγειανάκης 1958, «Η μουσική στη νεώτερη Ελλάδα», επίμετρο στο: Καρλ Νεφ 1956, Ιστορία της μουσικής, σ. 565· Μ. Σειραγάκης 2014, Ναπολέων Λαμπελέτ: Ένας ανέστιος κοσμοπολίτης, Αθήνα: Κέντρο Ελληνικής Μουσικής.
Δέσπω του Παύλου Καρρέρ, σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Ζιάβρα, σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη, Άρτεμις Μπόγρη (Δέσπω), GNO TV (2021).
Φλόρα μιράμπιλις (Θαυμαστή ανθοφορία) του Σπύρου Σαμάρα σε μουσική διεύθυνση Οδυσσέα Δημητριάδη, σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, σκηνικά και κοστούμια Αντώνη Κυριακούλη, Θέατρο Ολύμπια (1979), φωτογραφία από το αρχείο της ΕΛΣ.
Ταυτόχρονα, το 1871 μια καινούρια οπερατική «μανία» έκανε την εμφάνισή της στην Αθήνα. Με αφορμή την επίσκεψη της οικογένειας του βασιλιά Γεωργίου Α΄ από τη Δανία, η κυβέρνηση προσκάλεσε έναν γαλλικό θίασο να παρουσιάσει την οπερέτα Η παρισινή ζωή [La Vie parisienne] του Ζακ Όφενμπαχ [Jacques Offenbach].29A. Xepapadakou, «Operetta in Greece», στο: A. Belina – D. Scott (επιμ.) 2020, The Cambridge Companion to Operetta, σ.
Κι ενώ η αντίδραση της συντηρητικής μερίδας του τύπου υπήρξε αρνητική και συχνά πυκνά έργα οπερέτας χαρακτηρίζονταν επικίνδυνα για τα ελληνικά ήθη και τη νεολαία, το θέαμα έγινε γρήγορα δημοφιλές. Η πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία οπερέτας στα ελληνικά έγινε το 1886 από τον Επτανήσιο συνθέτη Παύλο Καρρέρ, όμως το έργο του Ο κόντε-Σπουργίτης έμεινε αδημοσίευτο και η παρτιτούρα δεν έχει βρεθεί.30Ό.π., σ.
Ο πιο γνωστός Έλληνας συνθέτης οπερέτας παραμένει ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης, ο οποίος έγραψε μουσική και για το είδος της επιθεώρησης, ενώ η οπερέτα του Ο βαφτιστικός παίζεται συχνά μέχρι σήμερα. Αλλά και μεμονωμένα, τα τραγούδια από αρκετές ελληνικές οπερέτες, τόσο του Σακελλαρίδη όσο και άλλων συνθετών, έχουν τραγουδηθεί από ένα ευρύ κοινό, ακόμη και εκτός του χώρου του θεάτρου, και παραμένουν μέχρι και σήμερα ιδιαιτέρως γνωστά. Αν ρωτήσετε τη γιαγιά σας ή τον παππού σας, σίγουρα θα γνωρίζει να σας τραγουδήσει ένα.
Σατανερί του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, σε μουσική διεύθυνση Χαράλαμπου Γωγιού, σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη και Δημήτρη Δημόπουλου, σκηνικά και κοστούμια Αλεξίας Θεοδωράκη, Εναλλακτική Σκηνή (2019).
Ξέρετε άλλα παραδείγματα μουσικής που είναι ελληνική αλλά έχει ξένα στοιχεία ή το αντίστροφο;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 / Η ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΟΠΕΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πολύ πριν την ίδρυση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, του εθνικού φορέα που προάγει την τέχνη του λυρικού θεάτρου στην Ελλάδα, η επιτυχημένη παρουσίαση του Υποψήφιου βουλευτή στην Αθήνα το 1888 έδωσε ώθηση στη δημιουργία των πρώτων δύο μελοδραματικών θιάσων που ασχολήθηκαν με την παραγωγή όπερας στα ελληνικά και την εκπαίδευση Ελλήνων τραγουδιστών. Ο Ελληνικός Μελοδραματικός Θίασος (1888-1890), που ιδρύθηκε από τον τραγουδιστή Αντώνιο Λάνδη και τον επιχειρηματία Ιωάννη Καραγιάννη, και λίγο αργότερα το Ελληνικό Μελόδραμα (1900-1943) του συνθέτη και αρχιμουσικού Διονύσιου Λαυράγκα σε συνεργασία με τον επίσης αρχιμουσικό Λουδοβίκο Σπινέλλη, έδωσαν ζωή σε έναν τομέα της οπερατικής παραγωγής που είχε παραμεληθεί έως τότε στην Ελλάδα. Τόσο ο βραχύβιος Ελληνικός Μελοδραματικός Θίασος όσο και το σημαντικότερο Ελληνικό Μελόδραμα αφιέρωσαν τις προσπάθειές τους στην παρουσίαση έργων όπερας μεταφρασμένης στα ελληνικά ώστε να την καταλαβαίνουν όλοι, παρουσίασαν ελληνικές όπερες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και αφοσιώθηκαν στην εκπαίδευση Ελλήνων τραγουδιστών.31Κ. Καρδάμης – Α. Ξεπαπαδάκου 2017, Ο Υποψήφιος, επετειακή έκδοση (1867-2017), σ. xliv.
Με αυτόν τον τρόπο, ένα θέαμα που παρέμενε μέχρι τότε κατά κύριο λόγο ξενόγλωσσο και ερμηνευμένο από ξένους καλλιτέχνες ξεκίνησε να παράγεται σταθερά και ως ένα πολιτισμικό προϊόν της ελληνικής κουλτούρας.
Άρθρο για την ιστορία του Ελληνικού Μελοδράματος το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μουσική Κίνησις το 1950, πηγή: Europeana.
Παρακολουθήστε το παρακάτω απόσπασμα χωρίς υπότιτλους και συζητήστε για το νόημα που πιστεύετε ότι έχει το συγκεκριμένο απόσπασμα της άριας, αλλά και για τα συναισθήματα που σας προκαλεί. Στη συνέχεια, ενεργοποιήστε τους υπότιτλους. Αποκτά διαφορετικό νόημα η μουσική;
Απόσπασμα από την άρια «E lucevan le stelle», Τόσκα του Τζάκομο Πουτσίνι, σολίστ: Γιόνας Κάουφμαν, Ωδείο Ηρώδου Αττικού (2021).
Μπορούμε να απολαύσουμε ένα τραγούδι ακόμα και αν δεν μπορούμε να καταλάβουμε κανέναν από τους στίχους του;
Το ελληνικό κράτος, που χρηματοδότησε την όπερα από πολύ νωρίς αλλά ποτέ δεν έδωσε προτεραιότητα στη συστηματική μουσική εκπαίδευση τραγουδιστών και την προώθηση Ελλήνων καλλιτεχνών κατά τον 19ο αιώνα, τελικά ανέλαβε δράση το 1939. Θεσμοθετημένη αρχικά ως Λυρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, μετά τις επίμονες προσπάθειες του Κωστή Μπαστιά, η πρώτη αυτή κρατική δομή λυρικού τραγουδιού παρουσίασε αρκετές οπερέτες.
Ο πρώτος θίασος της Λυρικής Σκηνής του Βασιλικού Θεάτρου (1939). Στο κέντρο ο Κωστής Μπαστιάς, πρώτος της Διευθυντής. Συλλογή I. Μπαστιά, πηγή: Ν. Α. Δοντάς, 80 Χρόνια Εθνική Λυρική Σκηνή. 1940-2020, Εθνική Λυρική Σκηνή, Αθήνα 2020, σ. 28,29.
Η Χορωδία της Λυρικής Σκηνής του Βασιλικού Θεάτρου, Αθήνα (1939), φωτογραφία από το αρχείο της ΕΛΣ.
Ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία των πρώτων ετών της λειτουργίας της ήταν η αναγνώριση του ταλέντου της δεκαοκτάχρονης τότε Μαρίας Καλογεροπούλου –μετέπειτα Κάλλας–, την οποία ο Κωστής Μπαστιάς ξεχώρισε προσωπικά και προσέλαβε στη Χορωδία της Λυρικής, ώστε να της εξασφαλίσει ένα εισόδημα μέχρι να ολοκληρώσει τις μουσικές της σπουδές.
Η κορυφαία Ελληνίδα υψίφωνος Μαρία Κάλλας (1923-1977), Νόρμα του Βινσέντζο Μπελλίνι, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου (1960), φωτογραφία από το αρχείο της ΕΛΣ.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή όπως τη γνωρίζουμε σήμερα ανεξαρτητοποιήθηκε ως φορέας αφιερωμένος αποκλειστικά στο λυρικό θέατρο το 1944 και άνοιξε τις πόρτες της στο Θέατρο Ολύμπια, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Μανώλη Καλομοίρη με την όπερα Ρέα του συνθέτη Σπύρου Σαμάρα.32Κ. Ρωμανού 2006, Έντεχνη ελληνική μουσική στους νεότερους χρόνους, σ. 225.
Με την όπερα να έχει αποκτήσει μόνιμη παρουσία στην Ελλάδα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κατά τον 20ό αιώνα οι Έλληνες καλλιτέχνες συνέχισαν να γράφουν γι’ αυτό το είδος μουσικής, αν και η παραγωγή νέων έργων παρέμεινε μικρή και περιορίστηκε στην Αθήνα. Κατά το πρώτο μισό του αιώνα για παράδειγμα, ο Μανώλης Καλομοίρης, ένθερμος υποστηρικτής του εθνικού στοιχείου στη μουσική, έγραψε τις όπερες Ο πρωτομάστορας, Το δαχτυλίδι της μάνας και Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο Διονύσιος Λαυράγκας συνέθεσε τις όπερες Μαύρη πεταλούδα και Ο λυτρωτής, ενώ ο Μάριος Βάρβογλης έγραψε το 1945 τη μοναδική του ολοκληρωμένη όπερα, Το απόγευμα της αγάπης. Όπως θα δείτε και στον πίνακα παρακάτω, την ίδια περίοδο γνώρισε μεγάλη απήχηση η οπερέτα, με τους συνθέτες Νίκο Χατζηαποστόλου και Θεόφραστο Σακελλαρίδη να ανεβάζουν πολλές από τις μεγάλες τους επιτυχίες.
Παράλληλα, στον παραπάνω πίνακα βλέπουμε ότι από το 1990 και έπειτα η παραγωγή νέων έργων όπερας στην Ελλάδα αρχίζει να επιταχύνεται ξανά. Τα τελευταία χρόνια αυτή η ανοδική τάση έχει υποστηριχθεί περαιτέρω μέσα από μια σειρά αναθέσεων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε συνθέτες για νέα έργα όπερας.
Μηνάς Μπορμπουδάκης, Ζ, ανάθεση Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής (2017/18).
Στιγμιότυπα από την όπερα Μήδεια του Νίκου Κυπουργού, σε μουσική διεύθυνση Ηλία Βουδούρη, σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη / bijoux de kant, Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος (2018/19).
Αντρέι της Δήμητρας Τρυπάνη, σε πρωτότυπο ποιητικό κείμενο Παντελή Μπουκάλα, σκηνικά Έλενας Σταυροπούλου, κοστούμια Νίκου Κόκκαλη, Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος (2022).
Η φόνισσα του Γιώργου Κουμεντάκη, σε μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου, σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη, Μαίρη-Έλεν Νέζη (Φραγκογιαννού), Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος (2021/22), φωτογραφία Ανδρέας Σιμόπουλος.
Έχετε ακούσει κάποια από τις παραπάνω ελληνικές όπερες;
Η όπερα στην Ελλάδα ξεκίνησε ως ένα θέαμα που αφορούσε και ενθουσίαζε λίγους. Κάποιους επειδή έπλητταν στο σπίτι, άλλους επειδή θεωρούσαν πως φαίνονται πιο «Ευρωπαίοι», πολλούς γιατί πήγαιναν οι άλλοι, και κάποιους λίγους επειδή μαγεύονταν από τα θαυμαστά έργα που κατά καιρούς έχουν παρουσιαστεί στην οπερατική σκηνή. Συνθέτες και κοινό συνδέθηκαν με τον δικό τους τρόπο με το είδος της όπερας, εξέφρασαν την προσωπική, την καλλιτεχνική και την εθνική τους ταυτότητα, κάποιοι έχτισαν καριέρες και πήραν σημαντικές κρατικές θέσεις, κι άλλοι ξεχάστηκαν και δεν ξανακούστηκαν. Το θέαμα της όπερας απαιτεί εργάτες υψηλής ειδίκευσης σε έναν απίθανο αριθμό τομέων: συνθέτες, λιμπρετίστες, αρχιμουσικούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, ενδυματολόγους, φωτιστές, μουσικούς, κατασκευαστές σκηνικών, τραγουδιστές, διδασκάλους προφοράς, γλώσσας και υποκριτικής, χορογράφους, χορευτές και εκπαιδευτές ζώων. Απαιτεί αποτελεσματικά μουσικά εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων και όλων των ειδικοτήτων. Απαιτεί αφοσίωση, χρόνο, αξιοκρατική κρίση και τη σοβαρή επένδυση χρημάτων από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, για να παρουσιάσει έργα αντάξια της μακροχρόνιας παράδοσής της. Πάνω απ’ όλα απαιτεί την έμπρακτη συμμετοχή μας ως κοινού που παρακολουθεί με κριτική ματιά την πορεία της τέχνης και τη στηρίζει με το να απαιτεί κι αυτό με τη σειρά του κάθε έργο που ανεβαίνει να ανταγωνίζεται σε ποιότητα το σημαντικότερο έργο όπερας που έχει ανέβει ποτέ.
Στιγμιότυπο από την όπερα Μαντάμα Μπαττερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι, σε μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου, σκηνοθεσία Ολιβιέ Πυ, σκηνικά και κοστούμια Πιερ-Αντρέ Βάιτς, Ωδείο Ηρώδου Αττικού (2023), φωτογραφία Χάρης Ακριβιάδης.
QUIZ / ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ / ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Eισαγωγή
Σύνδεση με μαθήματα του ωρολόγιου προγράμματος
– Νεοελληνική Λογοτεχνία
– Μουσική
Θεματικές
– Σύλληψη ιδέας
– Λιμπρέτο
– Λογοτεχνία και Μουσική
Προτεινόμενες διδακτικές ώρες
2 διδακτικές ώρες
Εκπαιδευτικοί στόχοι
– Ανάπτυξη και κατανόηση των συνδέσεων μεταξύ λόγου και μουσικής
– Ανάπτυξη διερευνητικών δεξιοτήτων
– Καλλιέργεια της φαντασίας
– Εξερεύνηση της δημιουργικότητας
– Ενθάρρυνση της συνεργατικής κουλτούρας (μέσα στην τάξη)
Ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες, ο οποίος έχει συνθέσει και έργα όπερας, είναι o Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Γιώργος Κουμεντάκης. Έχει συνθέσει και παρουσιάσει συνολικά τέσσερις όπερες, με κορυφαία τη δίπρακτη όπερα Η φόνισσα, η οποία γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η Φόνισσα του Γιώργου Κουμεντάκη, σε ποιητικό κείμενο του Γιάννη Σβώλου, είναι μια όπερα που ολοκληρώθηκε το 2014, εμπνευσμένη και βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, την οποία και θα συναντήσετε στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ Λυκείου.
Στην παρακάτω δραστηριότητα, αρχικά θα δούμε τη σχέση που μπορεί να έχει ένα λογοτεχνικό κείμενο με μια νέα παραγωγή όπερας. Στη συνέχεια θα καταγράψουμε σε ένα mind map τα σημεία του κειμένου που έχουμε επιλέξει να αναδείξουμε στο δικό μας έργο.
Βήμα 1
Δείτε παρακάτω ένα σύντομο βίντεο όπου ο συνθέτης Γιώργος Κουμεντάκης μιλάει για το έργο του:
Ο Γιώργος Κουμεντάκης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΕΛΣ και συνθέτης της όπερας Η Φόνισσα, μιλάει για το πως προσέγγισε το ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Αφού παρακολουθήσετε το βίντεο μέσα στην τάξη, μπορείτε να διερευνήσετε τα εξής:
– Ποια ήταν η αφετηρία του συνθέτη;
– Ποια ήταν τα βασικά σημεία έμπνευσης για τη δημιουργία του συγκεκριμένου καλλιτεχνικού έργου;
– Πού νομίζετε ότι στέκεται περισσότερο ο συνθέτης; Στους χαρακτήρες ή στο περιβάλλον και στο πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσεται η ιστορία της Φόνισσας;
Εφόσον το επιθυμείτε, μπορείτε να βρείτε ολόκληρο το διήγημα του Παπαδιαμάντη στο βιβλίο των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ Λυκείου ή και στον παρακάτω σύνδεσμο:
Βήμα 2
Φανταστείτε ότι είστε μέλος μιας καλλιτεχνικής ομάδας που έχει στόχο να δημιουργήσει μια όπερα ή μια παράσταση μουσικού θεάτρου βασιζόμενη σε ένα κείμενο της νέας ελληνικής γραμματείας. Κάνοντας αρχικά έρευνα ανάμεσα στα κείμενα που έχετε ήδη διδαχθεί ή στα κείμενα του βιβλίου της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που σας έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον, επιλέξτε ένα κείμενο το οποίο θα θέλατε να χρησιμοποιήσετε ως ιστορία για την εν δυνάμει δημιουργία λιμπρέτου μιας όπερας.
Βήμα 3
Αφού μελετήσετε το κείμενο, φτιάξτε (ανά ομάδα ή όλη η τάξη) ένα mind map* (σε χαρτί – ανά ομάδα ή χρησιμοποιώντας τον πίνακα της τάξης – όλη η τάξη), παραθέτοντας ιδέες και σκέψεις σε σχέση με το κείμενο και το έργο που πρόκειται να δημιουργήσετε, και απαντώντας στις παρακάτω ερωτήσεις:
1. Ποιο στοιχείο του κειμένου σάς φάνηκε ενδιαφέρον, έτσι ώστε να το χρησιμοποιήσετε ως πηγή έμπνευσης;
2. Τι συναισθήματα σας προκαλεί το κείμενο;
3. Ποια είναι τα κεντρικά σημεία/γεγονότα του κειμένου και ποια τα δευτερεύοντα; Πώς συνδέονται μεταξύ τους;
4. Με ποιον τρόπο μπορεί να συνδεθεί το κείμενο με το σήμερα; Υπάρχουν στοιχεία του κειμένου τα οποία συναντάμε στο παρόν, στη σημερινή κοινωνία, στη σημερινή καθημερινότητα κλπ.;
* Το mind – map είναι ένας χάρτης, ένα διάγραμμα καταγραφής και οργάνωσης των σκέψεων και των ιδεών γύρω από ένα κεντρικό θέμα.
Δείτε το παρακάτω ενδεικτικό mind map: